- ανεμογγάστρι
- το-ιού, η φανταστική ή ψεύτικη εγκυμοσύνη: Η εγκυμοσύνη της στην πραγματικότητα ήταν ανεμογγάστρι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανεμογγάστρι — το κ. ἀνεμμογγαστριά, η ψευτοεγκυμοσύνη, φανταστική εγκυμοσύνη … Dictionary of Greek
άνεμος — ο (AM ἄνεμος) 1. ρεύμα αέρα που προκαλείται απο φυσικά αίτια, βίαιη μετακίνηση του αέρα προς μια κατεύθυνση 2. μτφ. άσκοπη ασχολία, ματαιοπονία, ματαιότητα μσν. νεοελλ. (κατ’ ευφημισμό) διάβολος, δαίμονας νεοελλ. φρ. «πάει κατ’ ανέμου» ή «πάει τ’ … Dictionary of Greek
ανεμιαίος — ἀνεμιαῑος, ον (Α) [ανεμία] 1. μάταιος, κενός, ανυπόστατος 2. φρ. α) «ἀνεμιαῑον ᾠόν» αβγό άγονο, που η κότα το γέννησε χωρίς να γονιμοποιηθεί από τον πετεινό β) «ἀνεμιαῑον κύημα» ψευτοεγκυμοσύνη, ανεμογγάστρι … Dictionary of Greek
υπηνέμιος — και δωρ. τ. ὑπανέμιος, ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τον άνεμο, που φέρεται από τον άνεμο («κάνθαροι ὑπανέμιοι φορέονται», Θεόκρ.) 2. αυτός που παρασύρεται από τον άνεμο ή διασκορπίζεται σαν τον άνεμο («τὸν δὲ πλοῡτον ἐκεῑνον ὑπηνέμιον… … Dictionary of Greek
φυσομήτρα — η, Ν ιατρ. διάταση τής μήτρας που οφείλεται σε συσσώρευση αερίων, ανεμογγάστρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φῦσα + μήτρα] … Dictionary of Greek
ψευδεγκυμοσύνη — η, Ν το ανεμογγάστρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + εγκυμοσύνη] … Dictionary of Greek